- εθνολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εθνολογία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εθνολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εθνολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Φίλιππο Ιωάννου] … Dictionary of Greek
Γαλικία — (Galicia). Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης. 1. Ιστορική γεωγραφική περιοχή (πολων. Galicja, ουκρ. Halychyna, 83.740 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, διαμοιρασμένη σήμερα μεταξύ της Πολωνίας και της Ουκρανίας . Γνωστή παλαιότερα ως Ερυθρά Ρωσία… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek